δεκαπενταετία

δεκαπενταετία
η
περίοδος δεκαπέντε ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπενταετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεκαπενταετία — η χρονικό διάστημα δεκαπέντε ετών: Έχω συμπληρώσει δεκαπενταετία σ’ αυτήν τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκαετία — ἡ, Α [πεντεκαιδεκαετής] περίοδος δεκαπέντε ετών, η δεκαπενταετία …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Αληπασιάς — Τίτλος επικού ποιήματος 15 χιλιάδων δεκαπεντασύλλαβων στίχων, που πρέπει να γράφτηκε την πρώτη δεκαπενταετία του 19ου αι. Το ποίημα δημοσίευσε αποσπασματικά ο Κ. Σάθας στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (1869) και, σχεδόν ολόκληρο, στο έργο του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… …   Dictionary of Greek

  • Κουριέ, Πολ Λουί — (Paul Louis Courier, Παρίσι 1772 – Βερέτς, Εντρ ε Λουάρ 1825). Γάλλος συγγραφέας. Γιος κτηματία, ακολούθησε περίπου για μία δεκαπενταετία τη σταδιοδρομία του αξιωματικού, κατά τη διάρκεια της οποίας επιβεβαιώθηκαν οι πικρές κρίσεις του για τη… …   Dictionary of Greek

  • Κρίσταλ, Μπίλι — (Billy Crystal, Νέα Υόρκη 1947 –). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Παρακολούθησε θεατρικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και ξεκίνησε ως κωμικός της stand up comedy, λίγο προτού ασχοληθεί με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”